- Στράτωνες
- Στράτωνmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Στρατώνες — Πεδινός οικισμός (181 κάτ., υψόμ. 50 μ.), στην επαρχία Νέστου του νομού Καβάλας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παραδείσου … Dictionary of Greek
Πέργαμος — Oνομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία ελληνική πόλη της Μυσίας της Μικράς Ασίας, κοντά στη σημερινή Μπεργκαμά, 80 χλμ. Β της Σμύρνης. Χτισμένη στην κορυφή ενός λόφου, αναπτύχθηκε γύρω από ένα φρούριο, από το οποίο πήρε και το όνομά της. Κατά την… … Dictionary of Greek
επισκεπτήριο — το 1. μικρό ορθογώνιο κομμάτι σκληρού χαρτιού όπου είναι γραμμένο το όνομα, η διεύθυνση και οι τίτλοι αυτού που τό δίνει ή τό στέλνει (γράφοντας κάποιο σύντομο μήνυμα, πρόσκληση κ.λπ.) 2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο επιτρέπονται επισκέψεις… … Dictionary of Greek
κάτεργο — Εμπορικό, πολεμικό ή πειρατικό ιστιοφόρο πλοίο. Έπλεε με δύο ή τρεις σειρές από κουπιά. Στην Ελλάδα, το κ. ταυτίστηκε με τη γαλέρα. Αργότερα με τη λέξη κ. χαρακτηρίζονταν τα παροπλισμένα μεγάλα πλοία, τα οποία ήταν αγκυροβολημένα σε ναυστάθμους… … Dictionary of Greek
ορφανοτροφείο — Ίδρυμα που φροντίζει για την περίθαλψη και τη μόρφωση παιδιών που έχουν στερηθεί τη φροντίδα του ενός ή και των δύο γονέων τους, γιατί πέθαναν, και σε μερικές χώρες γιατί δεν είναι σε θέση να φροντίσουν για τη συντήρηση και τη μόρφωσή τους.… … Dictionary of Greek
σελ(λ)οστάσιο — το, Ν αποθήκη σελών στους στρατώνες ιππικού και πυροβολικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σέλα + στάσιο (< στάτης < ίστημι), πρβλ. κλιμακο στάσιο] … Dictionary of Greek
στρατωνίζω — Ν 1. εγκαθιστώ στρατιώτες σε στρατώνες ή σε άλλα παρόμοιου είδους οικήματα 2. παθ. στρατωνίζομαι εγκαθίσταμαι σε κατάλυμα ως στρατιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατών(ας). Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Επαμ. Σταματιάδη] … Dictionary of Greek
στρατωνισμός — ο, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρατωνίζω και στρατωνίζομαι, εξασφάλιση στέγης σε στρατεύματα, εγκατάσταση στρατιωτών σε στρατώνες 2. το σύνολο τών καταλυμάτων που χρησιμοποιούνται για τη διαμονή στρατεύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατών(ας)… … Dictionary of Greek
στρατόπεδο — Τόπος εγκατάστασης στρατεύματος ή ατόμων οργανωμένων στρατιωτικά. Επίσης, τόπος περιορισμού πολιτικών αντιπάλων (σ. συγκέντρωσης). Στην αρχαία Ρώμη, ο στρατός δε στρατοπέδευε, αν προηγούμενα δεν οχυρωνόταν σε θέση η οποία είχε επιλεγεί. Το… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek